χρωμικός

χρωμικός
(I)
-ή, -ό, Ν [χρώμα]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμα («χρωμικές μέθοδοι φωτογράφησης»).
————————
(II)
-ή, -ό, Ν
1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμιο («χρωμικά άλατα»)
2. φρ. «χρωμικά ορυκτά»
(ορυκτ.) μικρή ομάδα σπάνιων ανόργανων ενώσεων που περιέχουν ποσότητες χρωμίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chromique < chrome (βλ. λ. χρώμιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θ. Ηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρωμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμιο: Γνωστό είναι το χρωμικό οξύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”